SZ: Ο μισογυνισμός παραμένει ριζωμένος στην κοινωνία
20 Δεκεμβρίου 2024Χθες ολοκληρώθηκε η δίκη της υπόθεσης Πελικό, με το δικαστήριο να κρίνει ένοχους όλους τους κατηγορουμένους και να επιβάλει ιδίως στον Ντομινίκ Πελικό, πρώην σύζυγο του θύματος, ποινή κάθειρξης 20 ετών.
«Με την απόφαση του δικαστηρίου ωστόσο δεν τίθεται τέλος και στη συζήτηση που προκάλεσε η υπόθεση Πελικό», σχολιάζει η Süddeutsche Zeitung.
Μία από τις τραγικές πτυχές της υπόθεσης είναι πως «δεν μπορούμε να μιλήσουμε για μία τερατώδη μεμονωμένη περίπτωση, γιατί στην υπόθεση ενεπλάκησαν δεκάδες συναυτουργοί, απολύτως καθημερινοί άνδρες, όπως παρουσιάστηκαν στην αίθουσα του δικαστηρίου. […] Στη Γαλλία συζητείται εδώ και εβδομάδες το κατά πόσο η υπόθεση Πελικό θα έχει και πολιτικές προεκτάσεις, για παράδειγμα με την αυστηροποίηση των σχετικών ποινικών διατάξεων.
[…] Ακόμα και να αλλάξει όμως το ποινικό δίκαιο, θα συνεχίσουν να υπάρχουν άνδρες που θα το αγνοούν, που δεν θα δέχονται να τους πει μία γυναίκα "όχι”, ή που θα τις αναγκάζουν να πουν το "ναι”. Τα όσα έπρεπε να βιώσει η Ζιζέλ Πελικό είναι μέρος ενός πατριαρχικού συστήματος που εξακολουθεί να υφίσταται στην κοινωνία».
Κατά την εφημερίδα του Μονάχου «το πόσο βαθιά ριζωμένος είναι ο μισογυνισμός» φαίνεται και από δύο χαρακτηριστικές δηλώσεις στα πλαίσια της δίκης: «Ένας από τους συναυτουργούς είπε πως δεν είναι δυνατόν να βίασε τη Ζιζέλ Πελικό, επειδή ο πρώην σύζυγός της είχε δώσει τη συγκατάθεσή του. Και μία σύζυγος ενός από τους κατηγορουμένους δήλωσε πως ο άνδρας της δεν μπορεί να είναι βιαστής, επειδή σε αυτήν την περίπτωση θα είχε επιλέξει μία πιο ελκυστική γυναίκα».
«Πολλοί άνθρωποι, ιδίως γυναίκες, δεν θεωρούν πως είναι αρκετή η ποινή της 20ετούς κάθειρξης», γράφει από την πλευρά της η tageszeitung του Βερολίνου. «Διότι καμία ποινή δεν είναι αρκετή για όλα όσα έκανε ο δράστης στη γυναίκα του. […] Και παρ’ ότι η δίκη αυτή έστρεψε περισσότερο την προσοχή του κόσμου στον σεξισμό και τον μισογυνισμό που υπάρχουν στην καθημερινότητά μας, καμία γυναίκα δεν θα έπρεπε να θεωρήσει πως πλέον ο κόσμος είναι ένα πιο ασφαλές μέρος για εκείνη».
«Καρυά 1943. Καταναγκαστική εργασία και Ολοκαύτωμα»
Αφιέρωμα στην έκθεση «Καρυά 1943. Καταναγκαστική εργασία και Ολοκαύτωμα» που φιλοξενείται στο Μουσείο Μπενάκη/Πειραιώς δημοσιεύει η Junge Welt.
«22 χρόνια έχουν περάσει πλέον από την ημέρα που ο Ανδρέας Ασσαέλ βρήκε σε υπαίθρια αγορά του Μονάχου ένα άλμπουμ […] με φωτογραφίες μίας ομάδας νεαρών ανδρών με κοντοκουρεμένα μαλλιά να περπατάνε δίπλα σε μία σιδηροδρομική γραμμή από την περίοδο της ναζιστικής κατοχής στην Ελλάδα – ένας από τους άνδρες φαινόταν ξεκάθαρα στις φωτογραφίες να φοράει το «άστρο του Δαβίδ» στο παλτό του.
Έπειτα από έρευνα 20 ετών ο Ασσαέλ, γιος Εβραίου επιζώντα του Ολοκαυτώματος από τη Θεσσαλονίκη, ανακάλυψε την ύπαρξη ενός εργοταξίου καταναγκαστικής εργασίας στην Καρυά Φθιώτιδας, όπου το 1943 είχαν σταλεί Εβραίοι από τη Θεσσαλονίκη για να σκάψουν ένα τούνελ για τη σιδηροδρομική γραμμή Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Βελιγράδι. 300-500 άντρες έζησαν και υπέφεραν εκεί υπό την επίβλεψη της Οργάνωσης Τοτ (ΟΤ) σε συνθήκες πραγματικής κόλασης, όπου όποιος ήταν άρρωστος ή αδύναμος να εργαστεί εκτελούνταν επί τόπου. Όσοι κατάφεραν να επιζήσουν, στάλθηκαν στο Άουσβιτς».
Το άλμπουμ ανήκε στον Χανς Ρέσλερ, μέλος του ναζιστικού κόμματος από το 1930, ο οποίος βρισκόταν στην κατεχόμενη Ελλάδα με την ΟΤ από το 1942. «Σε ορισμένες φωτογραφίες φανερώνονται οι συνθήκες στις οποίες ζούσαν οι άνδρες στο εργοτάξιο, αρκετοί από τους οποίους ήταν σε πολύ νεαρή ηλικία. Ήταν υποσιτισμένοι, δούλευαν ξυπόλητοι πάνω στις κοφτερές πέτρες και φορούσαν κουρέλια. […] Η πλειονότητα των φωτογραφιών βέβαια είναι λες και ο Ρέσλερ τις τράβηξε στις διακοπές του – οι άνδρες που δούλευαν σε καταναγκαστική εργασία τού ήταν παντελώς αδιάφοροι», εξηγεί το γερμανικό μέσο.
Η έκθεση παρουσιάζεται και στη Γερμανία και στην Ελλάδα, «στο Εβραϊκό Μουσείο της Αθήνας και στο Μουσείο Μπενάκη/Πειραιώς μέχρι τον Φεβρουάριο του 2025 και είναι η πρώτη έκθεση για την καταναγκαστική εργασία Εβραίων στην Ελλάδα. Πρόκειται μάλιστα για μία πτυχή της ναζιστικής κατοχής που είναι εν πολλοίς άγνωστη στην Ελλάδα.
Οι περισσότεροι Έλληνες θυμούνται σήμερα τη γερμανική κατοχή ως μία περίοδο ακραίου λιμού εξαιτίας των λεηλασιών των πόρων της χώρας από τους ναζί, αιματηρών διώξεων των αντιστασιακών, όπως και μία περίοδο κατά την οποία οι κατακτητές έσφαξαν και έκαψαν ολόκληρα χωριά – και για καιρό οι δολοφονίες 60.000 Ελλήνων Εβραίων επισκιάστηκαν από τα γεγονότα του εμφυλίου πολέμου του 1944», καταλήγει η JW.
«Ένας πρίγκιπας χωρίς όνομα»
Για τις περιπέτειες της πρώην βασιλικής οικογένειας με την επιλογή επιθέτου και την απόκτηση ελληνικής ιθαγένειας γράφουν διάφορα γερμανικά μέσα, αναδημοσιεύοντας σχετικό ρεπορτάζ του Γερμανικού Πρακτορείου Ειδήσεων.
Στη Süddeutsche Zeitung διαβάζουμε: «Ο 57χρονος Παύλος θα ήθελε να ονομάζεται Παύλος της Ελλάδας, όπως έχει ξεκαθαρίσει σε πολλές συνεντεύξεις. Σύμφωνα όμως με το άρθρο 4 περί ισότητας των ανθρώπων του ελληνικού Συντάγματος "τίτλοι ευγένειας ή διάκρισης ούτε απονέμονται ούτε αναγνωρίζονται σε Έλληνες πολίτες”.
Μετά την κατάλυση της μοναρχίας στην Ελλάδα το 1974 ο πατέρας του Παύλου, Κωνσταντίνος Β’, έφυγε στην εξορία μαζί με την οικογένειά του. Στη συνέχεια η πρώην βασιλική οικογένεια δεν είχε ελληνικά διαβατήρια και με νόμο του 1994 αφαιρέθηκε και επισήμως η ελληνική ιθαγένεια από τα μέλη της».
Προκειμένου να λάβουν και πάλι την ελληνική ιθαγένεια, τα μέλη της οικογένειας έπρεπε να διαλέξουν ένα νέο επίθετο. «Το σίγουρο είναι πως στα ελληνικά μέσα αναφέρθηκαν αρκετές εναλλακτικές προτάσεις, […] όπως για παράδειγμα τα Παύλος Βασιλιάς, Παύλος Πρίγκιπας ή Παύλος Έλληνας», γράφει η Frankfurter Allgemeine Zeitung. Έπειτα από εξέταση των επιλογών της η οικογένεια κατέληξε στο επίθετο «Ντε Γκρες».