Φρίντριχ Μερτς: Διαχειριστής μιας ανεπιθύμητης κληρονομιάς;
1 Δεκεμβρίου 2024Στην πολιτική ζωή της Γερμανίας δεν πρέπει να έχει υπάρξει μέσα στο ίδιο κόμμα ανάλογου μεγέθους αντιπαλότητα, τόσο σε ένταση όσο και σε διάρκεια, όπως αυτή ανάμεσα στην πρώην καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ και τον σημερινό ηγέτη της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης, Φρίντριχ Μερτς. Δεν είναι τυχαίο ότι ο τελευταίος κατόρθωσε να αναρριχηθεί σε αυτό το αξίωμα με την... τρίτη και φαρμακερή προσπάθειά του, το 2021 και αφού πλέον η άλλοτε αδιαμφισβήτητη αρχηγός της CDU είχε αποχωρήσει πλήρως από την εσωκομματική ζωή.
Η αντιπάθεια της καγκελαρίου για τον «μάτσο» πολιτικό, που διαφαίνεται και στα πρόσφατα εκδοθέντα απομνημονεύματά της, πάει πίσω στο 2000, όταν ήταν αυτή που κατάφερε να αναρριχηθεί στην ηγεσία, ενάντια στη «συνωμοσία των αντρών», ανάμεσα στους οποίους ήταν φυσικά και ο Μερτς σε ένα ως τότε συντηρητικό και ανδροκρατούμενο κόμμα.
Αργότερα αποκαθήλωσε τον Μερτς από τη θέση του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου και τον οδήγησε στο να αποσυρθεί προσωρινά από την πολιτική το 2009, μεταπηδώντας στον τραπεζικό τομέα. Η προσπάθεια επιστροφής του ήταν μια από τις πιο επώδυνες του εμπειρίες, όταν το Δεκέμβριο του 2018 ηττήθηκε στην κούρσα για τη διαδοχή της Μέρκελ από την εκλεκτή της τελευταίας, Ανεγκρέτ Κραμπ-Κάρενμπάουερ στο συνέδριο του Αμβούργου.
Αμοιβαία τα αισθήματα
Τα αισθήματα αντιπάθειας είναι αμοιβαία. Σε μια πρόσφατη «κοινωνική» εκδήλωση ο Μερτς προτίμησε να αποφύγει κομψά να σχολιάσει τα 16 χρόνια καγκελαρίας της Μέρκελ, αξιοποιώντας μια φράση της Χάνα Άρεντ, ότι τους πολιτικούς τους κρίνει η ιστορία. Αλλά η ιστορία καμιά φορά έχει διάθεση για παράξενα παιχνίδια. Ένα τέτοιο ίσως να ετοιμάζει ωστόσο τώρα για τον πολιτικό, που με βάση τα δεδομένα του σήμερα θα είναι ο επόμενος καγκελάριος μετά τις εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου.
Ο Μερτς ένας «άνθρωπος της οικονομίας», όπως του αρέσει να τον αποκαλούν (όχι απαραιτήτως των τραπεζών, όπως τον φωνάζουν αριστεροί βουλευτές), θα βρεθεί αντιμέτωπος με μια αποστολή, που μοιάζει τιτάνια και που πολλοί αναρωτιούνται αν έχει κιόλας τις ικανότητες να φέρει εις πέρας.
Επιδημία λουκέτων και... γκρίνιας
Η γερμανική οικονομία μοιάζει ανήμπορη να ξεκολλήσει από την ύφεση. Επιχειρήσεις συνεχίζουν να ανακοινώνουν κλείσιμο για μονάδες παραγωγής τους η μια μετά την άλλη. Volkswagen, Audi, Ford, Bosch, Thyssenkrupp. Δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας θα εξαφανιστούν τα επόμενα χρόνια. Μια στις τέσσρεις επιχειρήσεις δηλώνει ότι σχεδιάζει μείωση προσωπικού. Ο δείκτης αισιοδοξίας των επιχειρηματιών υποχωρεί και ο... δείκτης ανησυχίας των πολιτών χτυπάει κόκκινο. Οι προβλέψεις παραμένουν σταθερά γκρίζες.
Όλα αυτά δεν είναι άσχετα με τις επιλογές της περιόδου Μέρκελ. Δεν είναι μόνο η εξάρτηση από τη ρωσική ενέργεια, για την οποία την κατηγορούν τώρα πολλοί. Αυτή ήταν μια διαχρονική επιλογή του Βερολίνου, που δεν θα αμφισβητούσε οποιοσδήποτε άλλος και αν ήταν στη θέση της. Το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα η Γερμανία είναι η γήρανση των υποδομών της, η τεχνολογική καθυστέρηση σε τομείς όπως οι επικοινωνίες, οι συγκοινωνίες, η ψηφιοποίηση, που οφείλονται στην παντελή απουσία μακροχρόνιων επενδύσεων εδώ και δεκαετίες. Η έλλειψη μεταρρυθμίσεων, η απουσία ευέλικτων δομών ήταν αποτέλεσμα της αυταρέσκειας και κατόπιν απραξίας, που προκάλεσε το αίσθημα υπεροχής στα χρόνια της κρίσης. Η χώρα έμοιαζε να τρέχει με κεκτημένη ταχύτητα, αλλά με τις μηχανές σβηστές. Οι προειδοποιήσεις αρκετών οικονομολόγων αγνοήθηκαν.
Σήμερα η Γερμανία πληρώνει ακριβώς αυτή την μερκελική κληρονομιά, που ο επόμενος καγκελάριος δεν μπορεί να… αποποιηθεί. Ακόμα και αν ο Μερτς έχει τη στήριξη της «οικονομίας» για να λάβει δύσκολες αποφάσεις, το ερώτημα είναι κατά πόσο είναι έτοιμη να τις «χωνέψει» μια κοινωνία, που εδώ και μερικά χρόνια ακούει σχεδόν αποκλειστικά δυσάρεστες ειδήσεις και δυσοίωνες προβλέψεις.